Στην Ελλάδα της κρίσης το Ελληνικό Πανεπιστήμιο υπάρχει στο παγκόσμιο επιστημονικό στερέωμα και αριστεύει.
Αυτό απέδειξε πρόσφατη έρευνα στο επιστημονικό έργο των Ελληνικών Πανεπιστημίων που δημοσιεύεται παγκοσμίως στα έγκυρα διεθνή περιοδικά με κριτές. Η έρευνα διεξήχθη με χρήση της πλέον έγκυρης διεθνούς βάσης επιστημονικών δεδομένων THOMSON-REUTERS IS I-WEB OF SCIENCE® για την πενταετία 2006-2010, λαμβάνοντας υπόψη τους επίσημους δείκτες διεθνούς απήχησης των επιστημονικών δημοσιεύσεων και επιτευγμάτων.
Ο σημαντικότερος δείκτης απήχησης μιας επιστημονικής εργασίας είναι ο αριθμός των «Ετερο-αναφορών» που έχει πάρει. Αυτός ο δείκτης καταγράφει την χρησιμότητα ενός ερευνητικού αποτελέσματος μετρώντας τον «αριθμό των αναφορών χρήσης» του από άλλους ανεξάρτητους επιστήμονες / ερευνητές παγκοσμίως.
Η παρούσα έρευνα αφορά όλα τα Τμήματα των Σχολών Θετικών Επιστημών και των Πολυτεχνικών Σχολών, καθώς και των συναφών ανεξάρτητων τμημάτων. Τα αντικείμενα των σπουδών των Σχολών αυτών θεωρούνται ως κύριος μοχλός για την πολυπόθητη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
Στην Εικόνα 1 παρουσιάζεται η ερευνητική απήχηση των δέκα (10) πρώτων σε κατάταξη τμημάτων της χώρας. Στην πρώτη δεκάδα εμφανίζονται τα Τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Πανεπιστημίου Πατρών, Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Χημείας και Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης, Χημείας του Παν. Αθηνών και Μηχανικών Επιστήμης των Υλικών Παν. Ιωαννίνων.
Αξιοσημείωτο είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι η ερευνητική απόδοση των Τμημάτων Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών που είναι πρώτα σε κατάταξη, είναι συγκρίσιμη και μάλιστα καταγράφοντας μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση του έργου, ως αριθμό ετερο- αναφορών ανά μέλος ΔΕΠ και ανά εργασία, από εκείνη αντίστοιχων Τμημάτων φημισμένων Πανεπιστημίων του εξωτερικού, όπως για παράδειγμα των Τμημάτων Επιστήμης Υλικών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Imperial College του Πανεπιστήμιου του Λονδίνου. Η σχετική σύγκριση απεικονίζεται στο γράφημα της Εικόνας 2.
Η λεπτομερέστερη ανάλυση των δεικτών ερευνητικού έργου για τα 20 πρώτα σε κατάταξη Τμήματα της χώρας αποτυπώνεται στην Εικόνα 3 με κεντρικούς δείκτες απήχησης (α) τον αριθμό ετερο-αναφορών ανά μέλος ΔΕΠ (Εικ. 3(α)), (β) τον αριθμό ετερο-αναφορών ανά δημοσίευση σε έγκυρα διεθνή περιοδικά με κριτές, (Εικ. 3(β)) και τέλος (γ) τον αριθμό δημοσιεύσεων σε έγκυρα διεθνή περιοδικά με κριτές ανά μέλος ΔΕΠ (Εικ. 3(γ)).
Στα αξιοσημείωτα ευρήματα της έρευνας θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής:
Μεταξύ των κορυφαίων Πανεπιστημιακών Τμημάτων συγκαταλέγονται Τμήματα που ιδρύθηκαν σχετικά πρόσφατα, συγκεκριμένα την τελευταία δωδεκαετία. Αυτό δείχνει πόσο ατυχής είναι η ισοπεδωτική κριτική που ασκείται τελευταία για τον τρόπο ίδρυσης νέων τμημάτων στα Ελληνικά Πανεπιστήμια. Η ήδη καταγεγραμμένη αριστεία μερικών από τα τμήματα αυτά, δείχνει ότι, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, έγινε εύστοχος ακαδημαϊκός σχεδιασμός και επιτυχής ανάπτυξη των Πανεπιστημίων προς σύγχρονες κατευθύνσεις.
Περαιτέρω η έρευνα αναδεικνύει ότι σε κορυφαία Τμήματα όπως αυτά της Επιστήμης Υλικών δεν έχουν ανάλογη θέση στις προτιμήσεις επιλογής των νεοεισερχομένων φοιτητών. Αυτό ίσως σε κάποιο βαθμό να εξηγείται από το γεγονός ότι πρόκειται για νεοεμφανιζόμενες στην Ελλάδα κατευθύνσεις σπουδών. Κατά μια άλλη εκδοχή, αυτά τα φαινόμενα είναι ενδεικτικά των στρεβλώσεων που βαρύνουν το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ της χώρας.
Παρά την ελλιπή χρηματοδότηση και τα σοβαρά θεσμικά και διοικητικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Ελληνικά Πανεπιστήμια σήμερα, το ερευνητικό έργο που δημοσιεύουν έχει σοβαρή απήχηση και αναγνωρίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, αποδεικνύοντας έτσι τον πλούτο της υπάρχουσας επιστημονικής γνώσης και την αριστεία της χώρας, μαζί με μια σημαντική δυναμική για ανάπτυξη νέων τομέων υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας.